τηλαισθησία

τηλαισθησία
η, Ν
(στην παραψυχολογία) η ικανότητα «παρ' αίσθησιν» αντίληψης ενός αντικειμένου, ενός γεγονότος ή μιας διανοητικής κατάστασης ενός τρίτου ατόμου χωρίς διέγερση τών μέχρι σήμερα γνωστών αισθήσεων, αλλ. εξωαισθητήρια αντίληψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. telaesthesia < τηλ(ε)-* + αίσθηση. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Άστυ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τηλαισθησία — η η ικανότητα να αντιλαμβάνεται κανείς γεγονότα ή αντικείμενα χωρίς τη βοήθεια των αισθητήριων οργάνων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεταγνωμία — η η ικανότητα ορισμένων ατόμων, όταν βρίσκονται σε υπερδιέγερση ή σε κατάσταση υπνωτισμού ή και σε φαινομενικώς ομαλή κατάσταση, να αντιλαμβάνονται, όπως ισχυρίζονται, τα ενδόμυχα διανοήματα τών άλλων ή να διακρίνουν πράγματα που δεν είναι αμέσως …   Dictionary of Greek

  • τηλ(ε)- — α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα τῆλε «μακριά» και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία τού «μακριά, σε μεγάλη απόσταση από κάποιο σημείο». Το α συνθετικό τηλ(ε) γνώρισε μεγάλη επίδοση, ιδιαίτερα… …   Dictionary of Greek

  • τηλεσθησία — η, Ν (εσφ. τ.) βλ. τηλαισθησία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”