- τηλαισθησία
- η, Ν(στην παραψυχολογία) η ικανότητα «παρ' αίσθησιν» αντίληψης ενός αντικειμένου, ενός γεγονότος ή μιας διανοητικής κατάστασης ενός τρίτου ατόμου χωρίς διέγερση τών μέχρι σήμερα γνωστών αισθήσεων, αλλ. εξωαισθητήρια αντίληψη.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. telaesthesia < τηλ(ε)-* + αίσθηση. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.